πρόσπταισμα

πρόσπταισμα
-αίσματος, τὸ, Α [προσπταίω]
1. γλίστρημα και πτώση, ολίσθημα («ἕλκη ἐκ προσπταισμάτων», Γαλ.)
2. παρωνυχίδα («πρόσπταισμα δακτύλου», Γαλ.)
3. φρ. «προσπταίσματα τοῡ βίου»
μτφ. οι δυστυχίες τής ζωής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόσπταισμα — stumble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταισμάτων — πρόσπταισμα stumble neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταίσμασι — πρόσπταισμα stumble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταίσμασιν — πρόσπταισμα stumble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταίσματα — πρόσπταισμα stumble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταίσματι — πρόσπταισμα stumble neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπταίσματος — πρόσπταισμα stumble neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”